Η περιοχή, όπου αργότερα αναπτύχθηκαν τα Γιαννιτσά, βρίσκεται στους νότιους πρόποδες του όρους Πάικου, πάνω σε μία πανάρχαιη φυσική δίοδο που συνέδεε την ακτή του Θερμαϊκού κόλπου με την ορεινή χώρα της δύσης. Σήμερα, η πόλη φαίνεται να καταλαμβάνει τα πρώτα χαμηλά υψώματα αυτής της διόδου, ενώ μπροστά της απλώνεται ο μεγάλος κάμπος της Κεντρικής Μακεδονίας, που λέγεται και Κάμπος των Γιαννιτσών. Στην Προϊστορική Εποχή ήταν μια περιοχή χωρίς σταθερές ακτές και με ποικιλία φυσικών διαμορφώσεων, καθώς το φυσικό ανάγλυφο του τόπου είναι ένα φυσικό στεφάνι από βουνά, απ΄όπου έρχονται ποταμοί που ενώνονται μεταξύ τους. Η μεγάλη φυσική κοιλότητα, που σήμερα είναι μια εύφορη πεδιάδα, υπήρξε κατά καιρούς θάλασσα, λιμνοθάλασσα, λίμνη και βάλτος.
Η αρχαιολογική έρευνα έχει φωτίσει σε μεγάλο βαθμό τις πρώτες νεολιθικές εγκαταστάσεις ανθρώπων στην περιοχή. Στη νότια παρυφή των Γιαννιτσών, στην παλιά αγορά, έχει εντοπιστεί και ερευνηθεί εν μέρει ένας οικισμός που τα ίχνη κατοίκησης ξεκινούν από την Αρχαιότερη Νεολιθική Περιόδου (7η π.Χ. χιλιετία π.Χ.). Οι κάτοικοι έμεναν σε πασαλόπηκτα οικήματα, κυριολεκτικά «υφασμένα» με πλέγματα από λεπτά κλαδιά ή καλάμια και επιχρισμένα με πηλό. Βρέθηκαν πολλά αντικείμενα από κόκκαλο και πέτρα, καθώς και αγγεία. Ζούσαν από καλλιέργειες σιταριού, άγρια φρούτα, διατηρούσαν πρόβατα και χοίρους, ενώ δεν έλειπε και το κυνήγι. Κατανάλωναν επίσης θαλασσινά και ψάρια-η θάλασσα δεν ήταν μακριά.Το περιβάλλον τους διέθετε μεγάλα δάση με βαλανιδιές, ενώ τα νερά αφθονούσαν. Ως την αυγή των ιστορικών χρόνων, υπήρχαν εποχές όπου οι οικισμοί αυτοί, ιδίως οι πεδινοί, παρουσιάζουν διακοπές στην ανάπτυξή τους, κυρίως επειδή άλλαζαν οι συνθήκες του φυσικού περιβάλλοντος.
Η Παράδοση
Οι πρώτες ιστορικές μαρτυρίες συνδέονται με τους Βοττιαίους, ένα λαό που συνάντησαν οι Αργεάδες Μακεδόνες κατά την κάθοδό τους από τα Πιέρια όρη. Οι Βοττιαίοι κατοικούσαν τη λοφώδη και πεδινή ζώνη μεταξύ Αλιάκμονα και Αξιού, σε μία έκταση σχήματος πετάλου γύρω από τη λίμνη. Στα νότια γειτόνευαν με τους Πίερες, στα δυτικά με τους λεγόμενους Φρύγες, στα βόρεια με τους Άλμωπες, ενώ ψηλότερα στον Αξιό βρισκόταν οι Παίονες, που μαρτυρούνται ως σύμμαχοι των Τρώων στην Ιλιάδα. Μετά τον Αξιό, υπήρχαν θρακικές φυλές. Γύρω από τη θέση των σημερινών Γιαννιτσών, υπήρχαν οι πόλεις Κύρρος, Τύρισσα, Βούνομος (αργότερα Πέλλα), Ίχνες, Αταλάντη. Για τους Βοττιαίους, πίστευαν ότι πήραν το όνομα από το Βόττωνα που ήταν Κρητικός και συντηρούσαν μια παράδοση πως προέρχονταν είτε από μινωίτες που διασώθηκαν από μία εκστρατεία κατά της Σικελίας είτε πως ήταν απόγονοι των παιδιών της Αθήνας που γλύτωσαν από το Μινώταυρο, γι΄ αυτό και είχαν ένα τραγούδι, το «ίωμεν εις Αθήνας». Η παράδοση απηχεί τις στενές επαφές του τόπου με τον κρητομυκηναϊκό πολιτισμό. Εκείνο τον καιρό, η πιο σημαντική κώμη του τόπου ήταν η τούμπα έξω από το σημερινό Αρχοντικό, έξι χιλιόμετρα ανατολικά των Γιαννιτσών. Οι Μακεδόνες, στα χρόνια του Αρχελάου, στον 5ο π.Χ. αιώνα, μετέφεραν την πρωτεύουσα του κράτους τους από τις Αιγές στην Πέλλα, η οποία υπήρξε πρωτεύον σημείο αναφοράς για όλο τον κλασικό και ελληνιστικό κόσμο. Ήταν το κέντρο των διπλωματικών και στρατιωτικών επιχειρήσεων του Φιλίππου και η γενέτειρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Βυζάντιο
Στην περιοχή, τον 7o μ.Χ. αιώνα, εμφανίζονται νέοι κάτοικοι, με διαφορετικό τρόπο ζωής. Στις αρχές του 10ου αιώνα, γνωρίζουμε τα ονόματά τους: λέγονται Δραγουβίτες και Σαγουδάτοι. Προέρχονται από πληθυσμούς που κατέβηκαν από το βορρά, είναι ικανοί χειριστές μονοξύλων και είναι οργανωμένοι σε ρηγάτα. Οι περιοχές όπου ζουν λέγονται Σκλαβηνίες. Αν και υποτελείς του Βυζαντίου, εξεγείρονται συχνά. Θεωρούνται σλαβικής καταγωγής αλλά και απόγονοι μικτών γάμων μεταξύ αιχμαλώτων ρωμαϊκών περιοχών και τοπικών φυλών του Δούναβη. Καθώς η Εγνατία οδός δε λειτουργεί πλέον ως διαπεριφερειακός οδικός άξονας και η κοινωνία μετασχηματίζεται δραματικά, η περιοχή των μετέπειτα Γιαννιτσών μετατρέπεται σε έναν τυπικό, αγροτικό χώρο, που είναι γεμάτος αγροτικούς οικισμούς, που αποτελούν τον οικιστικό πυρήνα των περισσοτέρων σημερινών οικισμών και δημοτικών διαμερισμάτων. Υπάρχει πολυγλωσσία, όπου συνυπάρχουν τα ελληνικά, τα λατινικά σε ολοένα πιο παρεφθαρμένη μορφή και τα σλαβικά. Αρχικά, ο έλεγχος της βυζαντινής αρχής ήταν αποτελεσματικός.
Η ίδρυση και η επέκταση του Βουλγαρικού κράτους της Πρεσθλάβας, φέρνει σε ολόκληρη την ευρύτερη περιοχή μια μορφή πολιτικού διχασμού. Μια περίοδος αστάθειας, που διαρκεί δύο αιώνες, λήγει με την οριστική επικράτηση της βυζαντινής αρχής, χάρη στις μεγάλες εκστρατείες του Βασιλείου του Β, μεταξύ 1002 και 1018. Ωστόσο, ο κοινωνικός μετασχηματισμός έχει ολοκληρωθεί.
Βαρδάρι και Βαρδαριώτες
Στην υστεροβυζαντινή περίοδο οι πόλεις όλες είχαν κάστρα και γύρω τους αναπτύσσονταν οικισμοί κατοικημένοι από χωρικούς, κυρίως αγρότες και κτηνοτρόφους, που πλήρωναν φόρους είτε σε στρατιωτικούς και πολιτικούς αξιωματούχους, είτε σε εκκλησιαστικές και μοναστικές αρχές. Από τότε έχουν διασωθεί πολλά τοπωνύμια γειτονικών με τα Γιαννιτσά περιοχών (Σκυλίτζη, Καβάσιλα, Μακροχώριο στην Βέροια, Χώστιανες (Φούστανη), Πρόδρομος στην Αλμωπία, Βάρδαινα (Βάρδινο) και Βαρδαρειώται (Βαρδαρόφτσα) στον Αξιό. Αυτοί οι Βαρδαριώτες, που έδωσαν και το όνομα στον Αξιό ποταμό, έχουν ενδιαφέρον. Προέρχονται από Πέρσες χριστιανούς, είχαν δική τους επισκοπή και από αυτούς οι βυζαντινοί αυτοκράτορες στρατολογούσαν τους προσωπικούς τους φρουρούς, τους μαγκλαβίτες. Επειδή ο Βασίλειος ο Β οδήγησε στη μετοικεσία πληθυσμούς από την Αλμωπία, η μετέπειτα διοίκηση εγκατέστησε εκεί συμμάχους της από το βορρά, κυρίως Κομάνους, αλλά και ηττημένους εισβολείς, όπως τους Πατσινακίτες. Στους ιστορικούς της εποχής των Κομνηνών και εφεξής, εμφανίζεται το τοπωνύμιο «Βαρδάρι» που συσχετίζεται με στρατοπεδεύσεις στρατών. Κι όταν επικρατούν οι Οθωμανοί, οι οποίοι εξαπλώνονται ραγδαία στη Θράκη και στη Μακεδονία, μεταξύ 1362 και 1390, οι πηγές τους μνημονεύουν την κατάληψη «του Βαρδαρίου». Ακόμη και τρεις αιώνες μετά από αυτά τα γεγονότα, ο περιηγητής Εβλιά Τσελεμπή, αναθυμάται ότι στην περιοχή των Γιαννιτσών «ήταν δυο κάστρα». Η αρχαιολογική έρευνα, απέδειξε σωστή την υπόθεση: στην ανατολική είσοδο της σημερινής πόλης των Γιαννιτσών, βρέθηκαν πολλά στοιχεία ενός υστεροβυζαντινού οικισμού. Τα Γιαννιτσά υπήρχαν αποδεδειγμένα πριν την τουρκική κατάκτηση.
Τα Γιαννιτσά
Οι περισσότεροι ερευνητές τοποθετούν την κατάληψη της περιοχής των Γιαννιτσών στη δεκαετία του 1380. Και τη συναρτούν με μία σημαντική στρατιωτική προσωπικότητα, το Γαζή Εβρενός, που θεωρείται ότι συνέβαλε αποφασιστικά στην επικράτηση των Οθωμανών στη Μακεδονία. Πολέμησε στις μάχες του Κοσσυφοπεδίου (1389) και της Νικόπολης (1396), ενώ κατέλαβε την Κόρινθο. Ο θρύλος αναφέρει ότι έζησε 129 χρόνια! Καταγόταν από το Μπαλικεσίρ (Παλαιόκαστρο) μεταξύ Περγάμου και Προύσας και η παράδοση τον θέλει γιο ενός χριστιανού εξωμότη , του Ornos (Ουρανού), κυβερνήτη της Προύσας. Πέθανε στα Γιαννιτσά και ετάφη το 1417. Οι σουλτάνοι του χάρισαν εδαφικές εκτάσεις, από τις οποίες η μεγαλύτερη και σπουδαιότερη ήταν η περιοχή των Γιαννιτσών, που ορίστηκε ως «βακούφι» (θρησκευτικό-φιλανθρωπικό μουσουλμανικό ίδρυμα). Καθώς η οθωμανική ιστοριογραφία δεν έχει πολλές ομοιότητες με την ευρωπαϊκή, εμφιλοχωρούν σ’ αυτήν πολλές, γοητευτικές (και αναπόδεικτες) ιστορίες, όπως η θανάτωση του γιου του Εβρενός από τον ίδιο, επειδή αυθαδίασε στο Σουλτάνο σε ένα κυνήγι στα λουτρά της Πέλλας, αλλά και ο τρόπος, που η αχανής κτηματική έκταση των Γιαννιτσών δόθηκε στον Εβρενός: Είτε ότι του είπαν ότι η γη, που μπορεί να περικλείσει σε μιά μέρα τρέχοντας με ένα άλογο είναι δική του, οπότε φρόντισε να έχει διαθέσιμα άλογα σε κάθε χωριό και μπόρεσε να διατρέξει με φρενήρη καλπασμό το σύνολο του κάμπου των Γιαννιτσών, είτε ότι του είπαν ότι δικαιούται γη, που μπορεί να περικλεισθεί στο τομάρι μιας αγελάδας, οπότε δημιούργησε μια λεπτή κλωστή με ειδική επεξεργασία και κατάφερε το ίδιο. Τα αρχεία του ιεροδικείου της Θεσσαλονίκης μαρτυρούν ότι η «ηγεμονια» του Εβρενός έφτανε στο χωριό Άδενδρο της Θεσσαλονίκης και κάλυπτε πρακτικά μεγαλύτερο χώρο από την επαρχία Γιαννιτσών. Τα Γιαννιτσά ήταν η πρωτεύουσα αυτής της παραγωγικής και στρατηγικής χώρας.
Το όνομα
Η ονομασία Γενητζέ-Βαρντάρ επικρατεί μετά τον 16ο αιώνα. Καθώς μια άλλη κωμόπολη στο Νέστο, ονομάζεται κι αυτή Γενητζέ Καρασού (σήμερα Γενισαία, το τουρκικό όνομα του Νέστου είναι Καρασού=Μαυρονέρι) θεωρήθηκε ότι οι δύο οικισμοί ήταν συνώνυμοι και έφεραν την προσηγορία του πλησιέστερου, μεγάλου ποταμού της περιοχής, για να διαφοροποιούνται. Προηγουμένως, το όνομα Γενητζέ εμφανίζεται και μόνο του. Ενα χωριό κοντά στα Γιαννιτσά, η Αξός (Παλαιόν) και το Ποντοχώρι, λεγόταν Εσκητζέ, δηλαδή «παλιά πόλη». Σε μεταπολεμικούς χάρτες μάλιστα υπάρχει διάκριση ανάμεσα στο «Παλαιόν Παλαιόν»(Βετπαζάρ=παλιά αγορά=Ποντοχώρι) και στο «Νέον Παλαιόν» (Αξός). Αν αναλογιστούμε ότι και η Ξάνθη, κατά την εποχή της ανάπτυξης της Γενισαίας λεγόταν επίσης Εσκετζέ ,δεν είναι καθόλου παράξενο ότι οι Οθωμανοί ονόμασαν «Νεαπόλεις»(Γενητζέ) δύο οικισμούς στους οποίους έδωσαν μεγάλη σημασία, ενώ οι παλαιότεροι οικισμοί ονομάστηκαν «Παλαιοπόλεις» (Εσκητζέ).
Σ’ αυτή την ισχυρή θεωρία, αντιτάχτηκε από την αρχή μια διαφορετική εκδοχή, σύμφωνα με την οποία το όνομα προέρχεται από το ανθρωπωνυμικό «Γιαννιτσάς»(τα δίκαια του Γιαννιτσά), από έναν υποθετικό βυζαντινό προνοιάριο (ιδιοκτήτη) σύμφωνα και με πολυάριθμα παραδείγματα (Λαγκαδά, Μεσημέρη, Σκυλίζη, Καβάσιλα,) που αφθονούν στη Μακεδονία. Η Γενισαία πάντως συνδράμει στην πρώτη εκδοχή.
Η απαρχή της νέας περιόδου
Η πόλη, ιδίως μετά το θάνατο και την ταφή του Εβρενός, θεωρήθηκε ιερή από τους Μουσουλμάνους. Συνετέλεσαν σ’ αυτό η μεγάλη φήμη των Σπαχήδων του Εβρενός (που είχε και την προσηγορία του Γαζή=νικητή), η πληθώρα θρησκευτικών ιδρυμάτων και ιεροδιδασκαλείων, αλλά και η μεγάλη σχέση των Γιαννιτσών με έναν άλλο ένδοξο αποικιστή, το Σεϊχ Λιάνη, τον κατακτητή της Νάουσας, του οποίου ο τάφος υπήρχε στα Γιαννιτσά. Ενα βακούφι, διέφερε σε πολλά από τα τιμάρια της εποχής. Η διοίκηση ήταν σταθερή (οι απόγονοι του Εβρενός ήταν οι μόνιμοι διαχειριστές του βακουφίου) και η φορολογία σημαντικά χαμηλότερη (τα βακούφια πληρωναν μόνον τη δεκάτη). Υπήρξε λοιπόν πόλος προσέλκυσης φτωχών αγροτών και τεχνιτών από πολλές περιοχές της Ρούμελης (του ευρωπαϊκού τμήματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας). Μετά από έναν περίπου αιώνα, το 1520, έχουμε μια απογραφή της πόλης. Δεν είναι ακριβής, επειδή φορολογούνται «χανέδες» και όχι σπίτια, δηλαδή μια φορολογική μονάδα πολύ εύπλαστη και με πολλές διαχρονικές αυξομειώσεις. Η πόλη λοιπόν διέθετε τότε 800 μουσουλμανικούς χανέδες, 25 χριστιανικούς και 25 εβραϊκούς. Η εκτίμηση είναι ότι επρόκειτο για μια πόλη που προσέγγιζε τους 5 χιλιάδες κατοίκους. Φυσικά, ο αριθμός των κατοίκων της υπαίθρου ήταν πολλαπλάσιος. Η στρατιωτική προέλευση των Τούρκων εποίκων είχε ένα χαρακτηριστικό: μόνο στα Γιαννιτσά και σε μερικά χωριά γειτονικά μνημονεύονται μαζικές εγκαταστάσεις ομάδων παλαιών ατάκτων (Γιαγιάδων). Η ύπαιθρος κατοικούνταν από χριστιανούς παροίκους. Συχνά στο κέντρο των χωριών υπήρχε η εγκατάσταση ενός Αγά ή Μπέη, που διαχειριζόταν τις τύχες του χωριού. Στο βακούφι υπήρχε θρησκευτική ανοχή, γι΄αυτό και διασώζονται λίγες αρχικά και από τον 18ο αιώνα πολύ περισσότερες εκκλησίες. Οι πλησιέστερες στα Γιαννιτσά, εξυπηρετούσαν και τον εκκλησιασμό των χριστιανών κατοίκων.
Η περιγραφή του Εβλιά Τσελεμπή
Ο γνωστός προσκυνητής- περιηγητής επισκέφθηκε τα Γιαννιτσά σε δύο ταξίδια του, στα μέσα του 17ου αιώνα. Η κυριότερη περιγραφή του αναφέρεται στις δραστηριότητες του βακουφίου των Εβρενός, που βρισκόταν στη θέση που αργότερα χτίστηκε το 3ο Δημοτικό Σχολείο, από την περιοχή του Αγίου Γεωργίου και έως το λουτρό κοντά στον τάφο του Γαζή Εβρενός. Σ’ αυτή τη μεγάλη έκταση, που ήταν περιφραγμένη και γεμάτη κτίσματα, που χωρίζονταν από αυλές, τάφους και κήπους, ήταν χτισμένα τα πιο επιφανή μνημεία της πόλης. Η πόλη διέθετε στα χρόνια του 1500 χανέδες μοιρασμένους σε 17 συνοικίες. Κάθε συνοικία είχε το τζαμί της. Τα τρία πιο σημαντικά ήταν το τζαμί του Ισκεντέρ Μπέη στην αγορά, απογόνου του Εβρενός, ο τάφος του Γαζή Εβρενός και του Σεϊχ Λιάνη. Μέσα στο βακούφι υπήρχε ένας Μεντρεσές, επτά ιεροδιδασκαλεία και τρία πτωχοκομεία, που εξυπηρετούσαν κάθε θρήσκευμα. Η αγορά ήταν εντυπωσιακή μ’ ένα μεγάλο μολυβδοσκέπαστο μπεζεστένι στο κέντρο της, ένα σημαντικό παζάρι και πάνω από 700 μαγαζιά. Η πόλη είχε επίσης τρία δημόσια λουτρά και 70 ιδιωτικά. Ιδιαίτερα υψηλή ήταν η αγοραστική κίνηση. Ο Εβλιά αναφέρει εννέα χάνια και ένα μεγάλο καραβάν σεράι, περιουσία του βακουφίου, που μπορούσε να φιλοξενήσει πεντακόσιους ανθρώπους με τα υποζύγια ή τα άλογά τους. Με δεδομένο το γεγονός ότι το φορολογικό σύστημα των «χανέδων» δεν ήταν ποτέ επικαιροποιημένο, και τη χωρητικότητα των τζαμιών, η έρευνα οδηγείται στο συμπέρασμα ότι τα Γιαννιτσά της μεγάλης αυτής ακμής είχαν πληθυσμό που προσέγγιζε τα 15 χιλιάδες άτομα, χωρίς να συνυπολογιστούν οι καθημερινοί επισκέπτες από άλλες περιοχές, που φαίνεται πως ήταν πολλοί. Αυτό που έχει σημασία, είναι ότι στα μέσα του 17ου αιώνα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η πόλη διατήρησε έως σήμερα τη διπλή αστική της λειτουργία.
Πρώτα, αναδεικνύεται η λειτουργία του διαμετακομιστικού και εμπορικού κέντρου. Τοπογραφικά, βρίσκεται κυριολεκτικά επάνω στις προϊστορικές, αρχαίες και μεσαιωνικές κατασκευές, στην περιοχή της Παλιάς Αγοράς και του «Φόρου», δηλαδή πάνω στην αρχαία Εγνατία Οδό. Εδώ πρέπει να αναζητηθούν το καραβανσαράι, πολλά καταστήματα που έχουν σχέση με εξυπηρέτηση επισκεπτών και περαστικών, αποθήκες προϊόντων και τα συναφή. Εδώ υπήρχε ο παραδοσιακός χώρος της εμποροπανήγυρης και ζωοπανήγυρης, το εβδομαδιαίο παζάρι και καταστήματα. Ακολουθούσε προς βορρά η κάτω πόλη, όπου κυριαρχούσε το βακούφι του Εβρενός και τα μεγάλα δημόσια κτίρια και προσκυνήματα, αλλά και οι πολυσύχναστες γειτονιές, όπου κατοικούσαν οι Τούρκοι. Τέλος, στα βόρεια, που κατέληγαν στο Βαρόσι, ήταν η λοφώδης χριστιανική συνοικία, εκατέρωθεν της πλατείας Μάγγου, που τότε ήταν πολύ λιγότερο κατοικημένος τόπος, διακόπτονταν από χωράφια και περιβόλια, αν και υπήρχαν αρκετά καταστήματα. Τα σημερινά ελάχιστα σωζόμενα λείψανα του παρελθόντος της πόλης, επιβεβαιώνουν αυτή τη γενική εικόνα. Η ανάπτυξη των Γιαννιτσών σε εποχή όπου είχε ξεκινήσει ο πόλεμος των πυροβόλων και η γειτνίαση της πόλης με την ασφαλή Θεσσαλονίκη, ερμηνεύουν γιατί η περιοχή δεν είχε οχυρώσεις ή αμυντικές εγκαταστάσεις. Ωστόσο συχνά αναφέρεται εγκατάσταση στρατιωτικής φρουράς στα Γιαννιτσά, που μάλιστα βοηθούσε στην καταστολή εξεγέρσεων άλλων περιοχών, στα μεταγενέστερα χρόνια.
Η πνευματική ακτινοβολία
Τα Γιαννιτσά, σε μία περίοδο δύο αιώνων, υπήρξαν λόγω του θρησκευτικού χαρακτήρα τους, ιδιαίτερο κέντρο μελέτης του Κορανίου και ανάπτυξης της ποίησης και της φιλοσοφίας των δερβίσηδων και των τσελεμπήδων, σ’ ένα ιδιότυπο κλίμα μυστικισμού, που χαρακτηρίζει την εποχή και τη συγκεκριμένη λατρεία. Αναφέρονται ως γενέτειρα ή ως χώρος δράσης πολλών προσωπικοτήτων με ποιητικές και μαθηματικές επιδόσεις. Κατά τον ερευνητή της περιόδου Kiel, πρωτουργός υπήρξε ο Σεϊχης Ιλλαχή, που ήταν πολυταξιδεμένος και δημιούργησε στα χρόνια του πρώτου γιου του Εβρενός, μια πνευματική κίνηση. Ακολούθησαν ο Ουσουλί, ο Μανσούρ Τσελεμπή, ο Σινετσάκ και ο Χαγιαλή, οι οποίοι έγιναν ονομαστοί κυρίως από τη δράση τους σε πόλεις και προσκυνήματα της Ανατολής.
Η Οικία του Εμίν Μπέη, του τελευταίου Καϊμακάμη των Γιαννιτσών. Από τις αρχές του 1930 και για εξήντα χρόνια στέγασε το Γενικό Νοσοκομείο Γιαννιτσών.
Το εμπορικό κέντρο
Τα Γιαννιτσά στα χρόνια των Οθωμανών, υπήρξαν ένας από τους πιο αξιόλογους οικονομικούς πόλους της Μακεδονίας. Αυτό το σημαντικό ρόλο παίζουν και σήμερα, τηρουμένων των αναλογιών. Γι΄ αυτό και έχει σημασία η αναδρομή στην παραγωγική και αναπτυξιακή πλευρά της πόλης. Η οικονομική ιστορία των Γιαννιτσών περιλαμβάνει την αγροτική παραγωγή, το εμπόριο, και τη μεταποίηση. Σύμφωνα με πηγές του 15ου αιώνα, στην πόλη παράγονται μαντίλια, ενώ τα κάρα τους είναι αρχαϊκού, ρωμαϊκού τύπου χωρίς ακτίνες στους τροχούς. Αργότερα, μαθαίνουμε ότι οι κάτοικοι ήταν επιδέξιοι στην κατασκευή περίτεχνων καπνοσυρίγγων, ενώ ολόκληρη μανιφατούρα είχε στηθεί γιά την παραγωγή προϊόντων καλαθοπλεκτικής από ιτιά, λυγαριά και σάζι, πράγμα, που συμφωνεί με το οικοσύστημα της παραλίμνιας περιοχής. Τα βασικά προϊόντα ήταν το βαμβάκι και ο καπνός. Ο καπνός των Γιαννιτσών ήταν τόσο διάσημος, ώστε ένα από τα μεγαλύτερα γερμανικά εργοστάσια του 19ου αιώνα, στη Δρέσδη, σήμερα σε άλλη χρήση, ονομάζεται ακόμη «Γενιτζέ». Καπνός και βαμβάκι ήταν αντικείμενο συναλλαγών με πολλούς εμπόρους, ιδίως της Θεσσαλονίκης, κάθε καταγωγής και θρησκεύματος. Αναφέρονται συχνά στις εκθέσεις των προξένων, και μεταφέρονταν δια θαλάσσης σε λιμάνια της Ευρώπης, ιδίως στη Μασσαλία, αλλά και στην Ανατολή. Άλλα πρωτογενή προϊόντα ήταν τα ψάρια (έως την αποξήρανση της λίμνης στο μεσοπόλεμο) αλλά και οι βδέλλες, που ήταν απαραίτητες στα φαρμακεία της Ευρώπης ως αφαιμακτικό μέσο. Σ’ αυτά πρέπει να προστεθούν τα δημητριακά, που τα καλλιεργούσαν στις μη αρδευόμενες λοφώδεις περιοχές, αλλά και το κρασί, που μαζί με άλλα παράγωγα της αμπέλου ήταν δημοφιλές προϊόν της οικόσιτης οικονομίας. Πολλά αμπέλια καταγράφονται στη γειτονία των Γιαννιτσών, σε χάρτες των αρχών του 20ου αιώνα. Η εξαιρετικά δυναμική συναλλακτική δραστηριότητα, που χαρακτηρίζει την εμπορική κίνηση στα Γιαννιτσά, εκφράζεται από την πληθώρα των καταστημάτων, αλλά και από την τέλεση του παζαριού, που συγκέντρωνε και συγκεντρώνει ακόμη, εθιμικά, πολλούς κατοίκους των πλησιόχωρων οικισμών, έστω και χωρίς την παλαιά επίδοση. Ήταν απολύτως τεκμηριωμένη η οικονομική κυριαρχία της πόλης στα τελευταία πεντακόσια χρόνια πάνω στις γειτονικές πόλεις, όπως η Εδεσσα και η Γουμένισσα.
Η άνοδος του χριστιανικού στοιχείου
Η περιγραφή του Εβλιά Τσελεμπή είναι η τελευταία που παρουσιάζει μια ειδυλλιακή εικόνα των μουσουλμάνων των Γιαννιτσών. Στους δύο αιώνες που ακολούθησαν, το χριστιανικό στοιχείο πληθαίνει και ενώ τηρούνται οι απαγορεύσεις, που ισχύουν μέσα στην πόλη σε ζητήματα λατρείας, στα χρόνια του περιηγητή Leake, αρχές του 19ου αιώνα, η παρακμή της πόλης είναι φανερή. Διαθέτει τώρα μόνο οκτώ τζαμιά, που λειτουργούν. Η κατάσταση στην περιοχή είναι σχετικά ασταθής, τόσο από τη ληστεία, όσο και από καταστροφές. Έως το κομβικό γεγονός ενός φοβερού λοιμού του 1839, είχαν προηγηθεί μεγάλοι σεισμοί, αρρώστειες και σιτοδείες. Η επανάσταση του 1821 έφερε μεγάλο κύμα αστυνόμευσης και φυλακίσεων. Όσο προχωρούμε στο 19ο αιώνα και μετά το λοιμό, οι χριστιανοί αποτελούν ήδη πάνω από το ένα τρίτο του πληθυσμού. Και ζητούν ήδη από το τέλος της δεκαετίας του 1850 να χτίσουν ναό μέσα στην πόλη. Η άδεια δίνεται και ο ναός χτίζεται το 1867 και αποτελεί τη μητρόπολη της πόλης. Οι περιηγητές περιγράφουν μια μάλλον παρατημένη νότια πόλη με ερειπωμένα πολλά δημόσια και ιδιωτικά κτίσματα, ενώ οι περιοχές των χριστιανών είναι σε πολύ καλύτερη κατάσταση. Από τους 1300 περίπου χανέδες, που αναφέρονται στη δεκαετία του 1870, οι Τούρκοι κατέχουν τα 800 και οι χριστιανοί τα 500. Έχουν ήδη πέντε συνοικίες, τον Κάτω Μαχαλά, τη Τζουμρά, το Πορόι, το Βαρόσι και την Μπουτσάβα. Η αστική ανάπτυξη έφερε και αναπόδραστες συνέπειες. Η εποχή μεταξύ 1870 και 1910 χαρακτηρίζεται από βαλκανική αστάθεια, που προκαλούσαν όχι μόνο η αδυναμία της αυτοκρατορίας για εκσυγχρονισμό, αλλά και οι πεποιθήσεις των πολιτών, που οραματίζονταν νέα εθνικά κράτη, κατά το πρότυπο της Ελλάδας, που προηγήθηκε χρονολογικά αυτών των κινημάτων. Με τη βοήθεια και την υποκίνηση των μεγάλων δυνάμεων, αλλά και την εσωτερική δύναμη που έδινε ο αλυτρωτισμός, τα εδάφη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας θεωρήθηκαν τόποι, όπου θα αναπτύσσονταν οι ιδιαίτερες εθνικές συνειδήσεις. Η θρυαλλίδα σ’ αυτά ήταν η δημιουργία του βουλγαρικού κράτους αλλά και της Εξαρχίας, ως κινήματος αποσχιστικού του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Έως τότε, ο μόνος διαχωρισμός που υπήρχε απέναντι στη διοίκηση, ήταν ο θρησκευτικός. Ακολούθησε μια μακρά περίοδος αστάθειας στη Μακεδονία, με κύριο γνώρισμα τη διαπάλη περί τα χριστιανικά καθιδρύματα, το κοινοτικό χριστιανικό εκπαιδευτικό σύστημα και αλλεπάλληλα «θερμά» επεισόδια, κυρίως μεταξύ Ελλήνων, Βουλγάρων και Τούρκων. Στην υπόθεση περιπλέχθηκαν και άλλες δυνάμεις. Οι Ρουμάνοι, που επεδίωκαν πολιτιστική αυτονόμηση των λατινοφώνων περιοχών, οι Σέρβοι, οι ξένες ετερόδοξες αποστολές, που δημιουργούσαν εκπαιδευτική και θρησκευτική δραστηριότητα κυρίως στο χώρο των Προτεσταντών και των Ουνιτών.
Ο Μακεδονικός αγώνας
Έντονα ιδεολογικός στην αρχή, και με διαφορετικές κατευθύνσεις, «μακεδονικός αγώνας» είθισται να λέγεται η διαμάχη για τα εδάφη της Μακεδονίας στο πλαίσιο των εθνικών ανταγωνισμών της εποχής. Τα κράτη τότε έτειναν στο σχήμα «ένας λαός, μία θρησκεία, μία γλώσσα», σε πλήρη αντίθεση με τον κοσμοπολιτισμό και την πολιτική συνύπαρξης, που έστω και με πισωγυρίσματα, ίσχυε σε όλες τις μεγάλες ανατολικές αυτοκρατορίες που έως τότε κυριαρχούσαν στα Βαλκάνια. Τα Γιαννιτσά, έδρα ισχυρής φρουράς και ενός σώματος «αβτζήδων» (κυνηγών), που ήταν επίλεκτες δυνάμεις πολυεθνικές, οργανώθηκαν χάριν των Τούρκων από Ευρωπαίους , ως συνέπεια της συνθήκης της Μυστέργης και υπέστησαν τις συνέπειες πολιτικών δολοφονιών και συγκρούσεων για εκπαιδευτικά και θρησκευτικά ζητήματα. Αλλά ο κυρίως αγώνας στην περιοχή έγινε στο Βάλτο των Γιαννιτσών και στα γύρω χωριά. Ο αγώνας στο Βάλτο ήταν ένα ιδιότυπο μέτωπο υγρών χαρακωμάτων, όπου βουλγαρικά και ελληνικά σώματα, οχυρωμένα σε αγκυρωμένες ιδιοκατασκευές (πατώματα) που στεγάζονταν με καλύβες, επιχειρούσαν επιδρομές στα γειτονικά χωριά και πολεμούσαν μεταξύ τους. Η πιο λαμπρή μορφή αυτού του αγώνα υπήρξε ο Γκόνος Γιώτας, εντόπιος Γιαννιτσιώτης, που ήξερε το βάλτο απόλυτα και η πολυάριθμη αντατρική του ομάδα είχε εγκλιματιστεί πλήρως στο άξενο περιβάλλον. Μετά από πολλές συμπλοκές, μάχες και συρράξεις, κι ενώ τυπικά ο μακεδονικός αγώνας είχε λήξει με το κίνημα των Νεοτούρκων το 1908 και τη συνθήκη που ακολούθησε, ο ίδιος συνέχισε την αντίσταση, ώσπου δολοφονήθηκε το 1911. Είναι μία εμβληματική μορφή των Γιαννιτσών. Μεταξύ 1904 και 1909 δολοφονήθηκαν πολλοί κάτοικοι των Γιαννιτσών. Ο αγώνας αυτός δημιούργησε πολλές εσωτερικές αντιθέσεις και επηρέασε πολύ την κοινωνική ιστορία της πόλης στα χρόνια που ακολούθησαν. Ήδη το 1907 υπήρχε στο Βάλτο και στην περιοχή ένα είδος ουδέτερης ζώνης και κάθε πλευρά επεδίωκε την τελική λύση μέσα από τη βοήθεια των εθνικών του κέντρων. Κι έτσι έγινε. Στο καθαρά στρατιωτικό πεδίο, η υπόθεση λύθηκε εκ των πραγμάτων στον πρώτο βαλκανικό πόλεμο, τον Οκτώβριο του 1912.
Η Μάχη των Γιαννιτσών
Ο τουρκικός στρατός στο ελληνικό μέτωπο, αφού δε συγκράτησε τις δυνάμεις του στα στενά του Σαρανταπόρου και κατάφερε μόνο να δημιουργήσει προβλήματα προέλασης στους Έλληνες στη Δυτική Μακεδονία, συγκεντρώθηκε στα Γιαννιτσά, όπου και οχυρώθηκε, θεωρώντας και σωστά, ότι η Θεσσαλονίκη δεν ήταν δυνατόν να κρατηθεί έξω από τα τείχη της. Η στρατηγική θέση των Γιαννιτσών, οι χαμηλοί λόφοι, που λειτουργούν ως άριστα έμπεδα άμυνας ενώ η παρακείμενη λίμνη έκανε υποχρεωτική την πορεία των αντιπάλων σε ένα στενό σχετικά χώρο, ενισχύθηκε περισσότερο με μονάδες πυροβολικού. 25.000 τουρκικού στρατού και 30 πυροβόλα , περίμεναν τους Έλληνες (με δύναμη πέντε μεραρχιών, από τις οποίες έλαβαν μέρος στη μάχη οι τέσσερις), που προήλαυναν από τη Βέροια. Η μάχη ξεκίνησε την 19η Οκτωβρίου και διήρκεσε δυο ημέρες. Οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις έπρεπε να περάσουν μία γέφυρα στο ρέμμα της Μπάλιτζας, που ήταν ήδη στοχοποιημένη από τον αντίπαλο. Υπό καταρρακτώδη βροχή, τα ελληνικά συντάγματα είχαν πολλές απώλειες και δυσκολίες στην ανάπτυξη. Έως το βράδυ, που αναγκάστηκαν να το περάσουν επί τόπου, συμπληρώθηκε η ανάπτυξη του πυροβολικού και έγιναν διορθωτικές κινήσεις υπερκέρασης από την πλευρά των βορειοδυτικών λόφων πάνω από τα Γιαννιτσά. Η έφοδος του ελληνικού στρατού ήταν ορμητική και μέσα στο πρωί της 20ης, η νίκη ήταν γεγονός. Οι απώλειες ήταν βαρειές. Οι απώλειες των Τούρκων ήταν τριπλάσιες. Στην πόλη είχε ξεσπάσει πυρκαγιά. Όμως, ο δρόμος για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης ήταν πλέον ανοιχτός.
Έως τη νέα πόλη
Τα Γιαννιτσά υπό την ελληνική σημαία, έζησαν τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και την ταραγμένη εποχή που ακολούθησε. Έχοντας τη διοίκηση μιας κοινότητας έως το 1917, έγιναν για δύο μήνες πρωτεύουσα του νεοσύστατου Νομού Πέλλας και έκτοτε παρέμεινε ο Δήμος (από το 1918) ως διοικητική αρχή. Ο πληθυσμός γνώρισε μεγάλες μεταμορφώσεις και μετακινήσεις, ειδικά μετά το 1915, όταν εγκαταστάθηκαν μονάδες του συμμαχικού στρατού. Ωστόσο, η πόλη «μετρήθηκε» πρώτη φορά με το μέλλον της. Οι πρώτες στατιστικές δείχνουν ότι οι μουσουλμάνοι κάτοικοι ήταν λιγότεροι από τους μισούς, ενώ το ένα δέκατο που πληθυσμού της περιφέρειας Γιαννιτσών θεωρούνταν «εξαρχικοί». Αυτά άρχισαν να αλλάζουν. Μεταξύ 1914 /1915, περίπου τρεις χιλιάδες ψυχές ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στην πόλη από τα μέρη της Στράντζας και της Μαδύτου, στην περιοχή της σημερινής οδού Στράντζης, γύρω από τον υποτυπώδη ακόμη ναό του αγίου Γεωργίου. Η απογραφή του 1920 δείχνει λιγότερους από 8 χιλιάδες κατοίκους μέσα στην πόλη. Ακολουθεί μια αργή εξέλιξη σ’ ολόκληρο το Μεσοπόλεμο: το 1940 ο πληθυσμός θα φτάσει τους 13 χιλιάδες κατοίκους. Πρόκειται γιά μια εικόνα που δεν είναι ακριβής. Μετά την εθνική καταστροφή του 1922, και στα τρία χρόνια που ακολουθούν, φεύγουν από την πόλη και την περιφέρεια οι μουσουλμάνοι και οι «βουλγαρόφρονες» με βάση συμφωνίες για ανταλλαγή πληθυσμών και έρχονται να προστεθούν στους πρόσφυγες της Στράντζας, πολλοί από τους 4 χιλιάδες κατοίκους των Καρυών του Καβακλή της ανατολικής Ρωμυλίας, πολλές οικογένειες από από την Αρσού του Αθύρα (Τσεκμετζέ) της Προποντίδας, εκατοντάδες οικογένειες από τις επισκοπές Χαλδίας(Αργυρούπολης) και Τραπεζούντας, και πολλοί Μπαφραλήδες, από το δυτικό Πόντο. Σ’ αυτούς προστέθηκαν ικανός αριθμός Ποντίων μεταναστών από περιοχές της Ρωσίας και πολλοί Καππαδόκες από την περιοχή Καισάρειας και Νίγδης (Καραμανλήδες) αλλά και από άλλα μέρη της Μικρασίας, τη Σμύρνη, την Κιλικία και τη Μαλακοπή. Η συγχώνευση αυτών των οικογενειών σε ένα ενιαίο «εργαστήριο πολιτών» πέρασε από πολλά στάδια, όχι όλα ανώδυνα. Προερχόμενοι από διαφορετικές φάσεις κοινωνικής εξέλιξης, μαθημένοι σε τοπικές δικαιοπραξίες, οι νέοι κάτοικοι προσαρμόστηκαν σε εργασίες, λειτουργήματα και επαγγέλματα στα οποία αισθάνονταν μεγαλύτερη δεξιότητα. Αν σ’ αυτά προστεθεί και η ταραχώδης πολιτική κατάσταση, αλλά και η ταχύτατη εξάπλωση των σοσιαλιστικών ιδεών ιδίως στους νέους ανθρώπους της εποχής, συνοδευόμενη από μία έξαρση της προσοχής προς τα αυταρχικά πολιτεύματα της Ευρώπης, που είχαν αρχίσει να επικρατούν, θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι τα Γιαννιτσά, πέρασαν επιτυχώς αυτή την κρίση.
Ο Μεσοπόλεμος
Το πώς μία οθωμανική κατά βάση κωμόπολη, με έντονο φονταμενταλισμό, μετατράπηκε σε δύο δεκαετίες σε μια σφύζουσα από ζωή ελληνική πόλη, οφείλεται λιγότερο στις προσπάθειες του κράτους, που ήταν εξαιρετικά φτωχό και αδύναμο να υλοποιήσει σοβαρή κοινωνική πολιτική και περισσότερο στους ίδιους τους κατοίκους, που δημιούργησαν μια μεγάλη παραγωγική βάση, κι ενώ τους θέριζαν η ελονοσία και η κακή υγιεινή, μπόρεσαν και αναπτύχθηκαν μέσα από τα σπίτια του εποικισμού, ή μέσα από τις παραδοσιακές κατοικίες τους, ενωμένοι, αρχικά υπό την κοινή καταγωγή και αγρότερα ως «Γιαννιτσιώτες». Συνετέλεσαν σ΄ αυτή τη μεταβολή δύο παράγοντες: Η αποξήρανση της λίμνης των Γιαννιτσών από τη Foundation Company στα χρόνια του Μεσοπολέμου, που εξακόντισε το γεωργικό κλήρο στα 30 στρέμματα ανά οικογένεια, στρέμματα μιας πραγματικά εύφορης γής και η επίμονη εκπαιδευτική προσπάθεια μέσα από σχολεία, συλλόγους, ιδρύματα και κοινές επιδιώξεις. Η στοιχειώδης και η δευτεροβάθμια παιδεία στα Γιαννιτσά, ακολούθησε ανοδική πορεία. Οι δάσκαλοι του μεσοπολέμου ήταν κάτι παραπάνω από διδάσκοντες. Συμμετείχαν στην καθημερινή ζωή και συνέβαλαν στη μείωση πολλών προβλημάτων στην πόλη και στα χωριά. Προς το τέλος του μεσοπολέμου, όταν οι πολιτικές αντιθέσεις ήταν εξαιρετικά οξείες, η πόλη λειτούργησε υπό το δικτατορικό καθεστώς, όπως οποιαδήποτε άλλη πόλη. Πάντως, χωρίς να επιτευχθεί η ομογενοποίηση του πληθυσμού, υπήρχαν κοινές συνισταμένες που αποτυπώνονται τόσο στη φιλανθρωπική δράση, όσο και στα έργα υπέρ του κοινωνικού συνόλου. Οι σπάνιες εκδόσεις της εποχής, που αποτυπώνουν εκπαιδευτικά, κοινωνικά και οικονομικά στοιχεία, δείχνουν ότι η μεγάλη κρίση είχε περάσει.
Πόλεμος, Κατοχή και Εμφύλιος
Οι κάτοικοι των Γιαννιτσών επιστρατεύτηκαν με ενθουσιασμό και πολέμησαν στον πόλεμο της Αλβανίας. Όταν το μέτωπο κατέρρευσε, οι Γερμανοί κατέλαβαν την πόλη την 8η Απριλίου 1941 και στο πρώτο διάστημα διατηρούσαν εκεί σημαντική φρουρά. Ο αγροτικός χαρακτήρας της περιοχής δεν έφερε μεγάλες στερήσεις, αλλά η αντίσταση εναντίον του κατακτητή φούντωσε, ιδίως μετά το 1943. Οι περισσότεροι οργανώθηκαν στο ΕΑΜ, αλλα υπήρχαν και άλλες ομάδες που έδρασαν παροδικά. Η κατάσταση εκτραχύνθηκε το 1944, όταν η Γερμανία βρισκόταν στα πρόθυρα της αποχώρησης, και επιχειρούσαν, σε συνεργασία με Τάγματα Ασφαλείας και άλλες φιλοναζιστικές οργανώσεις να «εκκαθαρίσουν» την αντίσταση, κυρίως στο Πάικο, που έθετε σε κίνδυνο την ενδεχόμενη αποχώρησή τους. Έφτασαν να κάψουν το Ελευθεροχώρι στις 23 Μαρτίου 1944 και να εκτελέσουν πολλούς κατοίκους του. Κορυφαίο και θλιβερό γεγονός, υπήρξε η εκτέλεση 114 κατοίκων, με επικεφαλής το Δήμαρχο της πόλης Θωμά Μαγκριώτη, από τους κατακτητές και τους συνεργάτες τους στις 14 Σεπτεμβρίου 1944 στο χώρο του 1ου Δημοτικού Σχολείου Γιαννιτσών. Η ομαδική αυτή θυσία συντάραξε την κοινωνία των Γιαννιτσών. Η σκοτεινή περίοδος που ακολούθησε και οδήγησε στον εμφύλιο πόλεμο, υπήρξε εποχή μεγάλης σύγχυσης και συγκρούσεων. Οι πληγές της Κατοχής και του Εμφυλίου άργησαν να κλείσουν. Στην ουσία, μόνο στα πρόσφατα χρόνια και αρκετά μετά την μεταπολίτευση, οι νεότερες γενιές αποφασίζουν για τις τύχες τους με πολιτικά και κοινωνικά, κι όχι εθνωτικά κριτήρια.
Η μεταπολεμική περίοδος
Η πληγωμένη πόλη του 1950, που είχε ξεκινήσει αργά την ανασυγκρότησή της, μετά από μισό αιώνα μεταβλήθηκε σε μία δυναμική πόλη με τριπλάσιο πληθυσμό, αξιόλογη υποδομή, πολλούς επιστήμονες και δημιουργούς, με ιδιαίτερο οικονομικό βάρος, παρά το ότι η έως πρόσφατα κακή κατάσταση του οδικού δικτύου και των υποδομών μεταφοράς, αλλά και η γειτνίαση με τη Θεσσαλονίκη, δεν επέτρεπε μεγαλύτερη ακόμη ανάπτυξη. Ας σημειωθεί εδώ ότι τα Γιαννιτσά, δεν είχαν την προβλεπόμενη εμπορική ανάπτυξη στο δέκατο ένατο αιώνα, επειδή η σιδηροδρομική γραμμή Θεσσαλονίκης-Μοναστηρίου, πέρασε από τα νότια της λίμνης. Πρόσφατα, η χάραξη της Νέας Εγνατίας μέσω Βεροίας, οδήγησε σε ανάλογη αδυναμία τις οδικές υποδομές της περιοχής. Η πόλη ρυμοτομήθηκε στην αρχή χωρίς να δοθεί σημασία στην πλούσια οικιστική της παράδοση. Πολλά μνημεία που ήταν ερειπωμένα κατεδαφίστηκαν. Μόνο κατά τις πρόσφατες δεκαετίες φροντίστηκε η πολιτιστική κληρονομιά, χάρη στη συνεργασία των γενεών και στη δυναμική των δημοτικών αρχών και των συλλόγων. Ένας από τους πρώτους πεζόδρομους της χώρας, εγκαινιάστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Η πόλη απέκτησε νοσοκομείο, πολλά εκπαιδευτικά κτίρια, ένα μεγάλο ναυταθλητικό κέντρο, ενώ μετά από 30 ολόκληρα χρόνια λειτουργεί το Πνευματικό της Κέντρο, καθώς και ένα ανοιχτό θέατρο. Στον οικονομικό τομέα, η πόλη προχώρησε ακόμη περισσότερο. Η αιμορραγία της μετανάστευσης και της αστυφιλίας, έφερε μετά από ένα δύσκολο διάστημα, την εμφάνιση νέων επιχειρηματιών, που επένδυσαν στον τόπο τους. Οι παλιές αντιθέσεις και αδυναμίες ξεπεράστηκαν από την ίδια την ανάπτυξη. Εκατοντάδες καταστήματα και δέκα βιομηχανίες, πλαισιώνουν μια μεγάλη αγροτική παραγωγή που υπέστη αρκετές μεταβολές, όπως τη βαθμιαία εγκατάλειψη του καπνού και την κυριαρχία του βαμβακιού, και των οπωροφόρων. Αλλά υπάρχει ήδη καλλιέργεια αμπελιών, βιολογική συνείδηση σε πολλούς νέους αγρότες, ενώ η συμμετοχή στο Ευρωπαϊκό γίγνεσθαι είναι δεδομένη.
Οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις έπρεπε να περάσουν μία γέφυρα στο ρέμμα της Μπάλιτζας, που ήταν ήδη στοχοποιημένη από τον αντίπαλο. Υπό καταρρακτώδη βροχή, τα ελληνικά συντάγματα είχαν πολλές απώλειες και δυσκολίες στην ανάπτυξη. Έως το βράδυ, που αναγκάστηκαν να το περάσουν επί τόπου, συμπληρώθηκε η ανάπτυξη του πυροβολικού και έγιναν διορθωτικές κινήσεις υπερκέρασης από την πλευρά των βορειοδυτικών λόφων πάνω από τα Γιαννιτσά. Η έφοδος του ελληνικού στρατού ήταν ορμητική και μέσα στο πρωί της 20ης, η νίκη ήταν γεγονός. Οι απώλειες ήταν βαρειές. Οι απώλειες των Τούρκων ήταν τριπλάσιες. Στην πόλη είχε ξεσπάσει πυρκαγιά. Όμως, ο δρόμος για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης ήταν πλέον ανοιχτός.
Στο μέλλον
Κανένας δεν μπορεί να γίνει προφήτης στην πατρίδα του, αλλά τα Γιαννιτσά είναι μια πόλη με λαμπρό μέλλον, παρά τις αδυναμίες σε ουσιώδεις υποδομές που υπερβαίνουν τις τοπικές ανάγκες. Ωστόσο, με τον καιρό, η απόστασή της από τη Θεσσαλονίκη, μειώνεται σε πραγματικό χρόνο, διαμορφώνοντας μια «προαστειακή» αντίληψη ως προς ένα μελλοντικό μητροπολιτικό βαρύκεντρο. Η βαρύνουσα σημασία της δυτικής εισόδου της Θεσσαλονίκης, με τη βαθμιαία απαξίωση των μεγάλων βιομηχανικών μονάδων, που βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής γύρω από το Γαλικό ποταμό, δίνει πολλές ευκαιρίες οικιστικής ανάπτυξης στην περιοχή των Γιαννιτσών, αρκεί η πόλη να συνδεθεί και με δίκτυα σταθερής τροχιάς με τη συμπρωτεύουσα. Με δυο λόγια, η Πελλαία χώρα και ένας προαστιακός σιδηρόδρομος, θα μπορούσαν να γίνουν ισχυροί πόλοι τοπικής ανάπτυξης.